- ζεγέριες
- ζεγέριεςmousemasc/fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζεγέριες — ζεγέριες, οἱ (Α) λιβυκή λ. που σημαίνει βουνά, υψώματα γης, αλλά χρησιμοποιείται στον Ηρόδ. ως ονομασία είδους ποντικών («μυῶν δὲ γένεα τριζὰ αὐτόθι ἐστί οἱ μὲν δίποδες καλέονται, οἱ δὲ ζεγέριες», Ηρόδ.) (κατά τον Ησύχ.) «ζεγερίαι» … Dictionary of Greek